- μεταβλητικός
- μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, -ή, -όν (Α) [μεταβλητός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή4. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεταβλητική (ενν. τέχνη)η συναλλαγή, η εμπορία5. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβλητικόν(ενν. γένος)οι έμποροι, οι συναλλασσόμενοι6. φρ. «μεταβλητικά ζῷα» — τα ζώα που μετατοπίζονται, που αλλάζουν τόπο, σε αντιδιαστολή προς τα μόνιμα.επίρρ...μεταβλητικῶς (Α)με μεταβλητικό τρόπο, με τον τρόπο τών εμπόρων.
Dictionary of Greek. 2013.